Επέτειος

«Έτσι μέρες του Ιούλη, τζείνοι ποτζεί στήννουν μπαιράμια τζαι παναύρκα. Εν τζαι κόφτει τους, θωρείς ήρταν ποδά να ψουμνίσουν, σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε.»

Επεριεργάζουμουν ένα παπούτσι που εφένετουν καλό για την δουλειά. Ετράβησε μου το ενδιαφέρον η συζήτηση. Ακούμπησα το παπούτσι στο στάντ του τοίχου, τζαι έγυρα περίεργος να δώ ποιοι συζητούν.

Πίσω που τον διαχωριστικό τοίχο, που εξυπηρετούσε τζαι σαν εκθετικό στάντ των παπουτσιών του καταστήματος, έκοψε το μάτι μου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να δοκιμάζει παπούτσια. Μαζί τους, μια πιο νεαρή κοπέλα που τους εμιλούσε Τούρκικα, μάλλον κόρη τους ή κάποια συγγενής που επροσφέρθηκε να τους βοηθήσει να έρτουν στον Ελληνοκυπριακό τομέα να ψουμνίσουν ορθοπεδικά παπούτσια γνωστής φίρμας.

Γύρω τους πεταμένα, ανοιχτά κουτιά τζαι διάφορα μοντέλα παπουτσιών. Λαμβάνοντας υπόψην το εκνευρισμένο ύφος της νεαρής που ήταν μαζί τους, καθώς τζαι το βλέμμα της πωλήτριας που ενόμιζες ότι αν ήταν να γινεί μασιέρι τζαι να τους ππαλιάσει, εκατάλαβα ότι η κοτζιάκαρη ήταν νάκκο ιδιότροπη τζαι εν έβρισκε παπούτσι να κοστερκάζει πάνω της. Η ιδιοτροπία, όπως φαίνεται, εν έσιει ράτσα.

Η πωλήτρια, μια σχετικά καλοστεκούμενη πενηντάρα. Εφορούσε ριχτή, μπέζ, τελαντωτή μπλούζα, ποτζείνες που είναι απαραίτητες στην γκαρνταρόμπα κάθε Κυπραίας που επάτησε τα σαράντα.

Δίπλα της, μια νεαρή, αλλοδαπή υπάλληλος. Σχετικά όμορφη με λλία κιλά παραπάνω τζαι ένα τουπε, βοηθού κακού, σε ταινία του James Bond.

«Εγώ θυμούμαι ακόμα τζείνη τη μέρα.» Είπε τζαι εχαμογέλασε με νόημα στην βοηθό της. Προσπαθώντας λλίο παραπάνω από ότι ήταν απαραίτητο, η υπάλληλος απάντησε, φωναχτά «Ναι κυρία; Απαναγκία μου, πρέπει να φομπιτίκατε μπάρα πολύ!».

«Εφοήθηκα καλό κόρη μου. Ήντα εν πράμα! Εσυκωθήκαμε το πρωί τζαι εππέφταν πόμπες». Σε μια αναλαμπή, σάννα τζαι επέρασαν που το νού της οι σκηνές του πολέμου, έβαλε τα σιέρκα στην κόξα τζαι εποφύσισε ανυπόμονα. «Ούφφου, πότε εννα φύουν τούτοι, εφκάλαν μας την ψυσιή μας!».

Έπιασε με το μάτι της, να την θωρώ αμήχανα τζαι να περιεργάζουμε με τον αντίχειρα μου, την γλώσσα μιας παντόφλας. «Θέλετε βοήθεια;» είπε. Το βλέμμα της σαστισμένο, αβέβαιη επροσπαθούσε να μου δείξει ότι εν εννοούσε εμένα με το αγανακτισμένο της επιφώνημα, προ ολίγου.

«Εεεε, όχι ευχαριστώ. Απλά ρίχνω μια ματιά.» απάντησα τζαι ετράβησα απότομα το σιέρι μου που την παντόφλα.

Πίσω της η βοηθός πωλήτρια, επροσπαθούσε με μισά εγγλέζικα τζαι κουτσά ελληνικά να συνεννοηθεί τζαι να καταλάβει πιο εν το πρόβλημα με το παπούτσι της κοτζιάκαρης. «Εμείς φταίμε» εμουρμούρισε. «Που τους αφήνουμε έτσι τζαιρούς να κυκλοφορούν ποδά έτσι ξαπόλητοι».

Εχαμογέλασα με δυσκολία τζαι έφυα. Επερπάτησα στην Μακαρίου. Μέσα που τα κλειστά καταστήματα με τες ταπέλλες «Ενοικιάζεται» εδιερωτούμουν ποιος τελικά είναι ο εχθρός τούτης της χώρας. Ποιος άλλος, εκτός που εμάς.