Ποίημα ερωτικό – Πέτρου Κ. Πεσκέσιη (Μέρος 1ον)

Το πρώτο (απο τρία) μέρη μιας ερωτικής ιστορίας.

Γραμμένο απο ένα εξαιρετικό, ερωτικό ποιητή της Κύπρου. Τον Πέτρο Κ. Πεσκέσιη (1900 – 1968)

Φίλοι τζιαι φιλενάδες μου

κρωστείτε ((ακρωαστείτε, ακούστε)) τους σεβτάες μου,

πέρκι ((μήπως)) με λυπηθείτε.

Για τούντα πάθη που με τρών,

πέτε μου που έσιη γιατρόν

να γίανω, να χαρείτε.

Παφής ((αφότου)) ήμουν εφτά χρονών τζι επήαιννα σχολείον

τζι αρκίνησα τζι εμάνθανα το έναν τζιαι το δύο,

είχα μια συμμαθήτριαν

καθευατον ήτουν θεά,

όμως με φρένον ((λογικό πχ “Σώας τας φρένας”)) λλίον.

Αμα τζιαι νιωθήκαμεν ((γίναμε νέοι, δεν είμασταν πλέον μωρά)) σχεδόν στην τρίτην τάξην

πάνω μου ποταυρίστηκεν ((άπλωσε τα χέρια)),

σαν που την εφανίστηκεν ((νόμισε))

πως εννα με πειράξει.

Εννία χρονών μωρόν ήμουν τζι αμα τζι ετσίμπησεν με,

σαν που μου κακοφάνηκεν, ίσια κλαμούρησεν με.

Σηκώννουμαι που τζει χαμαί τζι είπουν το του δασκάλου

τζι έδωσεν της με την ροδκίαν

τζιαι κάτι πάτσους ((χαστούκια)) μες τ’ αφκία,

να ξερα εν το λάλουν.

Το δείλις ((απόγευμα)) που σχολάσαμεν, λαλεί μου με μαράζιν ((απο το Τούρκικο maraz, στεναχώρια)),

ελάλουν πως ενν’ αντραπείς,

εν τ’ ορπιζα ((έλπιζα, δεν νόμιζα ότι)) να του το πείς,

αλλ’ ομως εν πειράζει.

Πο δα τζιαι δα ((απο δώ και στο εξής)) εν παω καθόλου στο σχολείον

τζι οτι λος ((όποιοδηποτε)) πλάσμα ((με την έννοια του ανθρώπου)) με ρωτά,

να του λαλώ για έρωταν

δικόν σου που ‘ννα φύω ((που θα τα παρατήσω)).

Αλλα να ‘ν εις την έννοιαν σου ((να το έχεις υπόψην σου)), όποτε ξησκολήσεις ((τελείωσεις το σχολείο))

τους πάτσους που φαα για σε, να μου τους ενθυμίσεις.

Λαλώ της, έν τζιαι κρώννουμαι ((ακούω, δίνω σημασία)) τα λόγια τα δικά σου,

αν μ’ ορκιστεις πως μ’ αγαπας ετσι με τα καλά σου

φεύκω που τα τωρά τζι’ εγιω,

με πλάκαν θέλω με κρογίον,

περνώ με τα φιλία σου.

Πα’ στα νιννία ((η ποίο κοντινή εξήγηση που βρήκα είναι η σχισμή των ματίων, απο την σχισμή που αφήννει το υνί του αλέτρου στην γή))  των αμμαδκίων, που μπλέπει όρκισα την

τζι αμα τζι εδέχτην, είπεν μου τζιαι πρωτοφίλησα την.

Αμα τζιαι φεύκει που τζιαμαί, εχάθην ο μυαλός μου,

τα γράμματα τουν σκούντρα ((απο το Ιταλικό contra, εχθρικά)) μου, ο δάσκαλος εχθρός μου.

Μα ‘ν ήτουν πλάσμαν του θεού, με κόρη με γισάφιν ((απο το Τούρκικο insaf, λογική – δίκαιο)) ,

ορκίζουμαι το βάρος της αξίζει το χρυσάφιν.

Έσιη δκύο μάθκια, αθασωτά ((αθάσι = αμύγδαλο)) τζιαι τζεί που εννα δικλήσει ((γυρίσει να κοιτάξει)),

η πέτρα σπάζει τζιαι γεννά

νερόν τζι όποιος το πιεί εν γερνά

σκεφτείτε ήντα βρύση.

Οι βούτσιες ((μάγουλα)) της εν συννεφκία που βαροπουμπουρίζει ((πουμπουρκά = βροντή)),

όσοι την δουν στοισιηματούν ((στοιχηματούν)),

έσσω της πάσιν ((πηγαίνουν)) τζιαι ρωτούν,

ήντα ((γιατί)) τες πογίατιζει.

Τζιαι τζείνη περιπαίξιμο, λαλεί τους με κιρμίζιν ((δεν μπόρεσα να βρώ ακριβή εξήγηση, πιθανών να σημαίνει με ειρωνεία – αλαζονία)).

Τα στήθη της εν’ λεμονία άμα να πρωτανθίζει,

τζι κόξα ((απο το Λατινικό coxa, σημαίνει μέση)) της Αγία Σοφκία,

να κρώννουνται οσ’ εχουν φκία,

να πούσιν πόσο αξίζει.

Αξίζει έναν βασίλειο η μια της η παλάμη,

να κάμνει κοντομάνικα,

να φαίνετ’ εξω τακτικά

τουτ΄εννα φκάλλει νάμι ((απο το Αγγλικό name, να της βγεί το όνομα)).

Με λλία λόγια να το πω, εν πάντα της λουμένη ((λουσμένη = καθαρή)),

αφρογαλατοπούρεκκον, ζαχαρομελωμένη.

Τζι’ αμα τζι ερτώθηκεν ((δεν μπόρεσα να βρώ ακριβή εξήγηση, πιθανών να σημαίνει μεγάλωσε)) φτωσίη.

γρουσά τζιαι ρούχα εν έσιει

την νιότη της να σάσει ((ετοιμάσει)).

Αλλα να κάμουν έκθεσην,

ούλες γερές ((ολόκληρες)), τζίνη μισή

παλ’ εννα τες χασκίασει ((χαζέψει)).

Άμα μ’ ορκίστην τζι είπεν μου εμέν πως εν τα ξέρει,

εξέβηκα ((βγήκα, παράτησα)) που το σχολείον

τζι έκαμνα μόδαν των μαλλίων ((έγινα κουρέας)),

έπιασα τζιαι δευτέρι

τζι έγραψα πλήξες τζιαι καμούς,

που πήαιννα εις τους βραμούς

τζιαι μέρα μεσομέριν.

Αμα τζιαι γίνηκα τζι εγίω, σιειρόττερα που τζείνην,

εζήτησα την τζι είπεν μου να μείνει να μιαλύνει ((μεγαλώσει)).

Λαλώ της, εν θα ‘ρτεις μ’ εμεν, μα σαι τζι εσου χαμένη,

που τα νιννία των αμμαθκίων έχω σε κρατημένη.

Τζι αν βουληθείς ((τολμήσεις)) να μ’ αρνηθείς,

προσέχτου τζι εννα στραωθείς,

γιατ’ είσαι ορκισμένη..

Διαβάστε το δεύτερο μέρος.

Tags: , , , , , ,