Μέρα 13η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Την τελευταίαν φορά που σε είδα, ήσουν κουβαρωμένη κάτω που έναν τραπέζιν τζαι εκράτας αγκαλιά το κουνέλιν σου. Εννά έθελα να σε θυμούμαι διαφορετικά. Να ππηδάς κουτσόν στα πλακάκια της κουζίνας ή να βουράς μες στην αυλήν πίσω που τον σσύλλον.

Έχω τζαι τούτες τες αναμνήσεις, αλλά για κάπκοιον περίεργον λόγον η τελευταία σκηνή έμεινεν χαραγμένη μέσα στο μυαλόν μου. Φτηνή ταπετσαρία, μπροστά στα μμάθκια μου, που όσο τζαι να προσπαθώ να την αλλάξω δεν ξικολλά η μαυρογέρημη. Σάννα τζαι έν’ επίτηδες τζιαμαί για να μου θυμίζει τον φόβον στα δικά σου τα μμάθκια, την αγωνίαν που έζησες τζείνον το απόγευμαν.

Θέλω να ξέρεις, ό,τι έκαμα έκαμα το για μένα. Τίποτε που όσα έκαμα δεν θα επροκαλούσεν την παραμικρήν θετικήν εξέλιξην στην ζωήν σου. Μέσα μου ήξερα ότι δεν θα ένιωθες ποττέ περήφανη για τον παπάν σου. Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις που ένα αθθρωπούιν καθισμένο στο δεξίν μου ζινίσιιν εφώναζε ότι μιαν μέραν θα μεταννιώσω για τες πράξεις μου. Δεν εμετάννιωσα για τίποτε ακόμα.

Θα εξαναέκαμνα κακόν σε ούλλους τούτους τους αθθρώπους, που την αρχήν αν είχα την ευκαιρίαν. Αν για την κοινωνίαν είμαι εγκληματίας, ας είναι, μπορούν να προσπαθήσουν να με κρατήσουν μέσα στην φυλακήν για όσον τζαιρόν τα καταφέρουν.

Με τον δικό μου κώδικα ηθικής ήμουν σωστός. Ίσως με τον κώδικα των πολλών να είμαι λάθος. Αλλά απάντα μου το εξής, αν μπορέσεις. Πκοιος δημιουργεί τζαι πκοιος διατυπώννει τες παραμέτρους του κώδικα ηθικής; Δηλαδή, πκοιος ρε κουμπάρε λαλεί έν’ σωστό να σφάξεις τούτον το πλάσμαν αλλά έννεν σωστό να σφάξεις το άλλον;
Τζαι αν πράγματι υπάρχει μια συμπαντική αρχή που λαλεί τι έν’ το σωστό τζαι τι έν’ το λάθος, σε πκοιον το λαλεί; Γιατί τούτη η συμπαντική αρχή να μεν το λαλεί σε εμέναν τζαι να το λαλεί σε ούλλους τους άλλους; Πκοιος κρίνει, δηλαδή, πκοια ηθική αρχή έν’ η πκιο σωστή;

Ένας πολιτισμός που αφήνει μωρά να πνίουνται μες στες θάλασσες τζαι οικογένειες να περιμένουν μήνες ολόκληρους μέσα σε σκηνές στην μέσην ενός βάλτου, πώς μπορεί να κρίνει την δικήν μου ηθικήν; Έν’ πκιο σωστόν δηλαδή να βομβαρδίζεις νοσοκομεία τζαι να γλυτώννεις με έναν «Συγγνώμην, λάθος»;

Μια κοινωνία που έσιει σύγχρονους σκλάβους, που φορτώννει τες δουλειές της σε μετανάστες για να έρτει μετά να τους κατηγορήσει ότι φταίουν για την κατάντιαν της, έσιει δικαίωμαν να με καταδικάσει εμέναν; Την ώραν που τον εθώρουν να κρούζει μες στο αυτοκίνητον του. Να φακκά τα τζάμια, προσπαθώντας μάταια να τα σπάσει, ενώ ήξερεν ότι δεν έσιει καμιάν ελπίδαν να το πετύχει, σε μιαν θωρακισμένη BMW. Τζείνην την στιγμήν εκατάλαβα πώς είναι να νιώθεις δικαιωμένος. Τούτον έν’ μπορεί να το κρίνει κανένας.