Οι Φύκοι

Ήμουν μες το αυτοκίνητο, στα φώτα κοντά στο αλουμίνουμ τάουερ στην Λευκωσία. Ήταν αργά το απόγευμα, εσχόλανα τζαι επήαιννα να πιάσω την κόρη μου. Η κίνηση τζείνες τες ώρες είναι εξαντλητική. Ψυχολογικά γίνεσαι πατσιαούρι. Είσαι φορτωμένος ούλλη την κούραση της ημέρας, Το μόνο που θέλεις να κάμεις είναι πάεις έσσω σου να πνάσεις, τζαι αντί τούτου είσαι βαωμένος μέσα σε τέσσερεις λαμαρίνες τζαι περιμένεις να έρτει η σειρά σου.

Περιμένοντας στην γραμμή λοιπόν τζαι λλίο πριν φτάσω στα όρια να κλαμουριστώ που την αγανάκτηση μου, επρόσεξα τους φίκους που εν φυτεμένοι στα πεζοδρόμια της περιοχής. Εθυμούμουν τους πιο χαμηλούς τζαι αντιλήφθηκα ότι είσιεν χρόνια να περιεργαστώ τον περίγυρο της συγκεκριμένης περιοχή.

Ο νους μου άρκεψε να γεννά τζαι οι σκέψεις μου αρκέψαν να νεκατώνουνται με τα συναισθήματα μου. Σε μια πιο παλιά περίοδο της ζωής μου, εν με ενδιέφερε η κίνηση του δρόμου. Ήμουν περπατητός, στην ίδια περιοχή. Oι φίκοι, ήταν πολλά πιο χαμηλοί. Θυμούμαι τους, επειδή το σιειμώνα, χαρακτηριστική μυρωθκιά τζαι όποτε επερνούσα που κάτω, εκαταρκούμουν τους.

Κάπου στην πορεία της ζωής, εξέχασα τους, εσταμάτησα να περνώ που τζιαμέ τζαι εσταμάτησα τζαι να ασχολούμαι με την απαίσια τους μυρωθκιά. Αγνοώντας με εσυνεχίσαν να μεγαλώνουν ανέμελοι στην πλευρά του δρόμου. Τζαι σήμερα, θωρώντας τους θεόρατους τζειπάνω καταλαβαίνω πόσος τζαιρός επέρασε.

Εκατάλαβα ότι τίποτε δεν είναι ακίνητο, έστω τζαι αν το νιώθουμε έτσι. Ούλλα κινούνται, είτε μας αρέσκει είτε όχι. Ούλλα προχωρούν είτε μαζί μας, είτε χωρίς εμάς. Ίσως να μεν μπορούμε να δούμε την ζωή που τζυλά, αλλά άμα αφήκουμε κάτι, για χρόνια ξεχασμένο, όταν το ξαναδούμε εννα έσιει αλλάξει.. Εφοίτσιασε με τούτη η αποκάλυψη. Τούτη η συνειδητοποίηση, ότι εξεχάστηκα ενώ ο κόσμος προχωρά. ‘Ήμουν πάντα με την ιδέα ότι ο κόσμος εννα με περιμένει.

Σάννα τζαι η ζωή εν ένας ποταμός που σιωνόννεται χωρίς σταματημό, ερμητικός, ασυγκράτητος. Τζαι εγώ, κλεισμένος μέσα σε ένα κουτί επιπλέω τζαι κάθε καμπόσο τζαιρό φκάλλω την κκελλέ μου έξω τζαι θωρώ ότι είμαι σε άλλο σημείο του ποταμού. Αδύναμος να σταματήσω την ροή, ξανακλείουμε μέσα τζαι συνεχίζω να αγνοώ τον ποταμό που με κολοσύρνει μαζί του.

Όπως το αυτοκίνητο μες την κίνηση, περιμένω την σειρά μου μες την ζωή. Τζαι αγανακτώ μέρα με τη μέρα, που εν προχωρά η ζωή να φτάσω στον προορισμό μου. Χωρίς να σκέφτουμαι, να καταλαβαίνω, γιατί βιάζουμε; Χωρίς να κατανοώ ακριβώς ποιος εν ο προορισμός μου. Ίσως να πρέπει να κατεβώ που το αυτοκίνητο τζαι να αρκέψω να περπατώ ξανά.