07
Apr 14

Η πυραμίδα

Έπιασέν με τηλέφωνο ο αρφός μου. «Ρε, εμίλησες με τον Κώστα;», είπε μου.
«Ποιον Κώστα ρε;», ερώτησα περίεργος, χωρίς να έχω ιδέα για ποιον εμιλούσε. «Τον Κώστα τον Μάρκου ρε, τζείνον τον συνάδελφο μας που το χρηματιστηριακό γραφείο», απάντησέν μου με την απαξίωση τζαι την ειρωνεία φανερή στο ύφος του.
Εκατάλαβα για ποιον εμιλούσε: «Θυμούμαι τον ρε. Όι, εν με έπιασε. Έγινε κάτι;». Ο τύπος τούτος εδούλευκε μαζί μας σε ένα χρηματιστηριακό γραφείο στις αρκές της περασμένης δεκαετίας. Ήταν τον τζαιρό που ούλλοι είδαν την «ειδικοί» στις μετοχές τζαι εδώκαν με τα μούτρα να κάμουν τες περιουσίες τους χαρκιά, με την προοπτική ότι εν να γίνουν πλούσιοι.
Εν εκατάλαβα ποττέ τι ακριβώς έκαμνεν ο συγκεκριμένος στην εταιρεία. Ίσως να ήμουν τζαι μιτσής τζαι μετά που τόσα χρόνια να μεν αθθυμούμαι καν τον ρόλο του. Το μόνο σίουρο εν ότι ήταν ανιψιός του μάστρου, οπότε τζαι τίποτε σημαντικό να μεν έκαμνε στην εταιρεία, δεν θα είσιεν καμιά σημασία.
Εν που γνωστήν τζαι, το σημαντικότερο, πλούσια οικογένεια. Ένας άνθρωπος που ίσως να εξόθκιασε σε ρολόγια τζαι πούρα, όσα εξόθκιασεν η μάνα μου τζαι ο τζύρης μου να αναγιώσουν, να σπουδάσουν τζαι να παντρέψουν τρία κοπελλούθκια. Το προφίλ του κλασικού, πλούσιου, μεσήλικα [πλέον] Κυπραίου που έσιει την οικονομική άνεση να τραμπαρίσκει τον κόσμο χωρίς να ρισκάρει πολλά την καλοπέρασή του.
«Τι σε ήθελε;», ερώτησα ξανά τον αρφόν μου.
«Έπιασε με εψές την νύχτα. Έσιει πάνω που δέκα χρόνια να τον δω. Χαρές, κακά, τζαι τι κάμνεις, τζαι αν εν καλά τα μωρά, σαν να τζαι ήμαστε παρεούθκια. Στα πολλά, εκάλεσέν με να πάμε για καφέ για να μου δείξει έναν καινούργιο πρότζεκτ που δουλεύκει πάνω του, το οποίο δεν ξέρουν πολλοί τζαι θα ενθουσιαστώ μόλις δω.»
«Ε, τζαι επήες;» είπα, τζαι την ίδια στιγμή έτρωέν με η περιέργεια.
«Επήα», απάντησε ο αρφός μου γελώντας. «Επήα, τζαι έκατσέν με να μου δείξει μιαν εταιρεία που δουλεύκει τζαι κάτι πουλά για διακοπές. Τάχα να με γράψει τζαι μένα τζαι εγώ να γράψω άλλους πουκάτω μου. Έτσι λαλεί, εν να γυρίσω τον κόσμο τζαι να φκάλω τζαι πολλά λεφτά.»
«Επιχείρηση πυραμίδα δηλαδή», εδιέκοψά τον γελώντας.
«Πυραμίδα, ρε, καλό τι ενόμισες; Είντα μας αθθυμήθηκεν ο Μάρκου μετά που δέκα χρόνια; Ενόμισες ήβρεν λεφτά παραπάνω τζαι εσκέφτηκε να τα μοιράσουμε;».
«Ξερώ ‘γω ρε. Ρωτάς με εμένα; Εσύ εν το εκατάλαβες ότι εν τράμπα; Ήντα επήες;».
Εκλείσαμεν το τηλέφωνο τζαι εγέμωσεν ο νους μου σκέψεις τζαι αναμνήσεις. Εποχές που επαρουσιάζαν του κόσμου ευκαιρίες που εν θα ξανάρτουν τζαι τρόπους να γίνουν εκατομμυριούχοι χωρίς να προσπαθήσουν καν. Εν άλλαξε τίποτε που τότε. Τούτοι που ήμαστε, τούτοι ήμαστε τζαι σήμερα.
Εχτύπησε μήνυμα στο τηλέφωνό μου. Άγνωστος αριθμός «Έλα ρε φίλε. Ο Κώστας Μάρκου είμαι. Θέλω να βρεθούμε να σου δείξω ένα καινούργιο πρότζεκτ που δουλεύκω πάνω».
«Παρέτα με ρε Κώστα. Εν ενδιαφέρουμε», απάντησα, τζαι εν με ξαναενόχλησε.


11
Feb 14

Η έξοδος

Βάλλω το πουκάμισό μου, το τζιν μου το καλό που εν το φορώ στη δουλειά άμπα τζαι χαλάσω το. Χτενίζουμαι, αρωματίζουμαι τζαι πιάννω την γεναίκα μου να πάμεν έξω. Το μωρό στην γιαγιά, κοκέττα η γεναίκα μου, τζαι μπροστά μας η προοπτική μιας ήσυχης και ρομαντικής νύχτας.

Ακολουθώντας τις προτάσεις κάποιων φίλων μας, που ζουν την χωρίς κοπελλούθκια ανέμελη ζωή των ζευγαριών λίγο πριν τα τριάντα, επιλέξαμε να πάμε σε ένα καινούργιο εστιατόριο, bar, lounge ή τελοσπάντων όπως αυτοαποκαλούνται πλέον οι τόποι όπου συχνάζει ο κόσμος.

Σε μια παλιά αγορά, με το μοντέρνο λουκ να δένει με το χωριάτικο. Το άσπρο laminate να συμπληρώνει την πουρόπετρα, τραπεζάκια ανάμεσα σε πάγκους που το πρωί πουλούν ψάρκα τζαι επιλογές στο μενού που τα μισά υλικά εν καταλάβεις πόθθεν έρκουνται. Οι κριτικές που έπιαννε ήταν καλές, οπόταν είπα «γιατί όχι; Εν δικαιούμαστε τζαι εμείς μια νύχτα να σμίξουμε με την κοσμική Λευκωσία τζαι να δειπνήσουμε γκουρμέ;».

Νωρίς- νωρίς λοιπόν εξεκινήσαμε να πάμε. Περνώντας που έξω, είδα μια παρέα να στέκεται στην είσοδο τζαι έναν τύπο να τους τσιακκάρει που πάνω ώς κάτω. Ήρταν στο νου μου αναμνήσεις που την εφηβεία, που επροσπαθούσαμε να μπούμε μες τα κλαμπ αλλά εν μας εβάλλαν επειδή εφαινούμαστεν μιτσιοί.

Τζείνην ακριβώς την εποχή, αποφασίσαμε ότι τούτη η συμπεριφορά εν υποτιμητική τζαι ότι εν θέλουμε να συμπεριφερούμαστε σαν «κοιμισμένοι πιγκουίνοι που στέκονται έξω από το μπαρ ο πορτιέρης να τους κρίνει». Τούτη η λογική, οδήγησέν μας να ανακαλύψουμε τον Σύμη τζαι την παλιά Λευκωσία, που στην ουσία, όπου έβρισκες τόπο εκάθεσουν. Ακόμα τζαι κάτω που το δεντρόν έξω που την Φανερωμένη.

Εχαλάστηκα νάκκο, αλλά είπα ότι έννα κάμω την υπέρβαση τζαι να κατεβώ που το αυτοκίνητο. Κοντεύκουμε της πόρτας, αντικόφκει μας ένα παιδί. Μαλλί περιποιημένο σπόντες, πουκάμισο, παντελόνι τζαι ένα λουκ επιμελώς ατημέλητου χίπστερ.

Θωρεί μας. Θωρούμεν τον. «Παρακαλώ», λαλεί. «Υπάρχει χώρος για δύο άτομα;», ρωτώ, με τα σιείλη μου να κολλιτσιάζουν που την ευγένεια. «Είμαστε γεμάτοι απόψε, συγγνώμη», είπε, τζαι έκαμε πως ετσιακκάρισκε την κκεττάπαν του.

Κρωθωρώ το εστιατόριο πίσω του. Όφκιερο. Νομίζω είδα τζαι πάλες με αγριόχορτα να τες παίρνει ο αέρας, όπως τες εγκαταλελειμμένες πόλεις στα γουέστερν. Εσκέφτηκα ότι μπορεί να καρτερά κανένα λεωφορείο του Χατζηλύκου μες στα επόμενα 20 λεπτά να καταφθάσει. Εν το εσυζήτησα όμως.

Προβληματίζει με τούτη η συμπεριφορά, τούτη η υπεροπτική, αποκλειστική αντιμετώπιση, ακόμα τζαι στα πιο απλά πράματα. Σαν κοινωνία κάποια στρώματα έχουν το ανάγκη, για τους δικούς τους λόγους. Ξέρω γω, παράλληλα σύμπαντα. Να με λείπει. Έπιασα την γεναίκα μου τζαι επήαμεν σε ένα φιλικό ταβερνάκι στην παλιά Λευκωσία τζαι επεράσαμεν υπέροχα.

Κάνε Share:


10
Feb 14

Δημήτρη

Εν πιστεύκω ότι για την κατάντια του τόπου φταίει ένας άνθρωπος, ή έστω ένα κόμμα. Κατ’ αρχάς, εν πρέπει να παραλληλίζουμε την κατάντια, με την οικονομική εξαθλίωση. Τα χάλια μας τα μαύρα σαν κοινωνία, είχαμε τα πολλή τζαιρό πριν παττίσουμε. Απλά τότε είχαμε λίρες να ξοθκιάζουμε τζαι εν εφακκούσαμε πέννα για τα οτιδήποτε άλλο εν εδούλεφκε σωστά.

Το ότι εφάτσισεν η πιέλλα στην θητεία του Χριστόφκια, εν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι, μέχρι την ημέρα που ανέλαβε ούλλα εδουλέφκαν ρολόι.Την γνώμη μου για τους πολιτικούς θα την πω παραφράζωντας κάτι που άκουσα παλιά. Είτε τούτοι ούλλοι που εν στην εξουσία, εν πράγματι αχάπαροι τζαι ανεχούμαστε τους, είτε εν πολλά έξυπνοι τζαι εμείς είμαστεν οι αχάπαροι που τους ανεχούμαστε.

Πιστεύκω, ότι για την οικονομική καταστροφή της χώρας, φταίει το πολιτικό σύστημα που αποτελείται που δικηγόρους τζαι εκπροσώπους τραπεζικών τζαι μεγαλοεπιχειρήσεων που τόσα χρόνια εκοκκαλιούσαν με δέκα μασέλλες. Ξέρωντας ότι αμα πάει κάτι στραβά, εννα μας πατίσουν πας τον λέλλεχα τζαι μας κοττίσουν τον λοαρκασμό. Όπως τζαι έγινε.

Την ίδια ώρα, τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης του λαού (με μερικές εξαιρέσεις) ασχολούνταν με πελλάρες. ‘Οπως το χρώμα που έβαλε στην σημαία της η Μακεδονία στην Γιουροβίζιον τζαι πως αποκάλεσε τα κατεχόμενα ο δεύτερος αντιπρόσωπος της ποδοσφαρικής ομοσπονδίας της Μποτσουάνα. Εμάθαν μας να ασχολούμαστε με σημιολογικές μαλακίες τζαι το φαίνεσθαι των καταστάσεων τζαι να αφήνουμε την ουσία στο παρασκήνιο.

Εμεταφέραμε την νοοτροπία του «Τι εννα πεί ο κόσμος» σε ούλλους τους τομείς της κοινωνίας. Στο σπίτι μπορεί να εν ούλλα μπουρδέλο, αλλα ΟΚ, αμα η γειτονιά νομίζει ότι ούλλα παν καλά, εν υπάρχει λόγος να σάσουμε κάτι.

Επιστρέφω τζαι λαλώ. Φταίω τον Χριστόφκια για πολλά πράματα. Εκατάφερε μέσα σε 10 χρόνια, να καταστρέψει την προσπάθεια που έγινε για την λύση του Κυπριακού που τες προηγούμενες κυβερνήσεις, εθκιάλεξε να αδιαφορήσει τζαι να προτιμήσει την ασφαλή οδό τζαι τες προσωπικές του φιλοδοξίες σε στιγμές που έπρεπε να πάρει δύσκολες αποφάσεις, εξέθαψε τον παράλογο τζαι ξεχασμένο Εθνικισμό τζαι τες Μακαριακές αντιλήψεις τζαι εκόττισε μας τα στο πρόσωπο του Τάσσου με αντάλλαγμα την εξουσία. Σε ένα άλλο επίπεδο, ήταν ξεροτζιέφαλος, κολλημένος στες απόψεις τζαι τες ιδεολογίες του παρελθόντος, έβαλλε το κόμμα, την εξουσία τζαι τες απόψεις του πάνω που το κοινό καλό τζαι την κοινή λογική τζαι έκαμε ασυγχώρητα λάθη όσον αφορά το Μαρί τζαι την οικονομία.

Εν εθελοτυφλία τζαι παραλογισμός όμως να λαλούμε ότι φταίει ένας για την κατάσταση. Τούτη η κοινωνία εν δουλεύκει σωστά τζαι η ευθήνη εν συλλογική. Τζαι παραπάνω φταίμε εμείς που ανεχούμαστεν τους αχάπαρους.


10
Feb 14

Κυπριακή Κύπριακη

Πριν λλίες μέρες επήαμεν οικογενειακώς σε ένα γνωστό εστιατόριο – καφέ στην περιοχή των Φοινικούδων στη Λάρνακα. Όπως ούλλα τα μοντέρνα καφέ στην Κύπρο, όπου δικλήσεις έσ’ει μιαν τηλεόραση τζ’αι δείχνει μάππα. Πά’ στους τοίχους, πά’ στες κολώνες, πά’ στους πάγκους. Αλλό λλίον έννα έσ’ει τζ’αι πά’ στες πλάτες των γκαρσονιών άμπα τζ’αι χάσουν οι Κυπραίοι καμιάν κλοτσιά. Συνήθως έσ’ει τζ’αι μια μεγάλη τηλεόραση, θκιακόσιες ίντσες μες στη μέση του μαγαζιού που έν’ τζ’αι το επίκεντρο της προσοχής.

Την ώρα που εκάτσαμεν έδειχνεν εγγλέζικον ποδόσφαιρο. Η ένταση της τηλεόρασης ήταν χαμηλή τζ’αι έπαιζεν ‘που τα μεγάφωνα, όπως σε ούλλα τα κυπριακά εστιατόρια, ντισκοτσιφτετέλια της Κοκκίνου τζ’αι της Πέγκυς Ζήνας. Να μεν τα πολυλογώ, το μωρό εκατέβηκεν ‘που την καρέκλα τζ’αι εξεκίνησε να κάμνει γνωριμίες με τα Εγγλεζούθκια των γύρω τραπεζιών τζ’αι εγώ τζ’αι η κυρία μου απολαμβάναμε την μπίρα μας. Μια εντελώς μικροαστική, κλασική, οικογενειακή, κυπριακή Κυριακή.

Απέναντι ‘που την τηλεόραση ήρτεν τζ’αι έκατσεν ένας συμπαθητικός ηλικιωμένος κύριος με τον άγγοναν του. Όπως εκατάλαβα αργότερα, η θέση τζ’είνη ήταν τζ’αι μια που τες πιο καλές επειδή δεν υπήρχε κανένα απολύτως εμπόδιο μεταξύ του τραπεζιού τζ’αι της υπερμεγέθους τηλεόρασης.

Ο κύριος εφαίνετουν Κυπραίος, ενώ ο μιτσής έμοιζεν Εγγλεζούι. Μπορεί να ήταν η φανέλλα της Μάντσεστερ που εφορούσε, μπορεί να ήταν τα ξανθά μαλλιά του τζ’αι οι φακίδες, μπορεί να ήταν ότι επαράγγειλε μιλκσέικ βανίλια. Ο μιτσής έδειχνε να ενδιαφέρεται πολλά για το εγγλέζικο ποδόσφαιρο που έδειχνε η τηλεόραση.

Εν επέρασε μισή ώρα ‘που την ώρα που εκάτσαν τζ’αι θωρώ τον παππού να σηκώνεται πάνω τζ’αι να μαλλώνει με το γκαρσόνι τζ’αι τον ιδιοκτήτη. Που τα συμφραζόμενα τζ’αι τες φωνές του κυρίου εκατάλαβα ότι εζητήσαν του να σηκωθεί που το τραπεζάκι τζ’αι να πάει να κάτσει αλλού.

«Γιατί να αλλάξουμε τόπο; Αφού εν είσ’εν ταπελλούαν ότι έν’ κρατημένο την ώραν που ήρταμε. Τι σημαίνει να κάτσουμε αλλού; Γιατί εν μας το είπατε ‘που την αρκή να μεν κάτσουμε;». Στα πολλά, ο παππούς έσυρεν τους ένα δεκάευρω πάνω στο τραπεζάκι τζ’αι φανερά νευριασμένος έπιασεν τον μιτσήν ‘που το σ’έρι τζ’αι εφύαν.

Στα δέκα λεπτά εμπήκε της πόρτας μια οικογένεια. Ποτζ’είνες τες κλασικές τες πλουσιοοικογένειες της Κύπρου. Ο παπάς με κουστούμι της δουλειάς, αλλά χωρίς γραβάτα τζ’αι σακκάκι, η μάμμα βαμμένη με μαλλί του κομμωτηρίου, τσέντα Fendi στη μια μασχάλη τζ’αι το iPad στην άλλη. Τζ’αι ο κανακάρης, έφηβος με φόρμες, παπούτσια Nike τζ’αι σ’άλιν του ΑΠΟΕΛ.

Μόνο κόκκινα χαλιά έμεινε να τους στρώσει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Έκατσεν τους ολόισια στο τραπέζι που εκάθετουν προηγουμένως ο παππούς, άλλαξεν κανάλι τζ’αι έβαλεν κυπριακή μάππα, έσβησε τη μουσική τζ’αι έβαλε διαπασών την τηλεόραση. Με το ‘σεις’ και με το ‘σας’, αρκέψαν να έρκουνται τα νάτσ’ος, οι μπίρες, τα καπουτσίνα τζ’αι τα γκαρσόνια να περιφέρονται ‘που πάνω τους όπως τες μούγιες πάνω που τον κότσιρο.

Είσ’εν σχέση η εκδίωξη του παππού με τον ερχομό της πλούσιας οικογένειας; Είμαι σίουρος ότι είσ’εν. Αθάνατη κυπριακή φιλοξενία.


03
Feb 14

Ο Δήμος

Επερπατούσα να πάω έσσω το μεσημέρι να φάω. Όπως ήμουν αχάπαρος, έχασα την γή κάτω που τα πόθκια μου τζαι ευρέθηκα, φαρδύς, πλατύς σε μια λάντα με λάθκια. Ετυλίξαν με τα νεύρα τζαι η αγανάκτηση. Που τζιαμέ που επερπατούσα χαρούμενος, σκεπτόμενος το λουβί που με επερίμενε σπίτι, εβρέθηκα ολοπούρπουλλος βουττημένος μες τα λάθκια, όπως το ξεσιειλισμένο το τάγκι. Επία έσσω, άλλαξα τζαι χωρίς να φάω εστράφηκα πίσω στον τόπο του εγκλήματος να πιάσω στο δημαρχείο να κάμω το παράπονο μου.

Ήμουν στην αναμονή για κανένα λεπτό. «Ως τζαι ο αυτόματος τους τηλεφωνητής ακούετε να βαρκέται που ζιεί» εσκέφτηκα. «…για να συνδεθείτε με την τηλεφωνήτρια..πατήστε το μηδέν» εσυνέχισε η ηχογραφημένη φωνή καλωσορίσματος. Επάτησα το μηδέν τζαι επερίμενα στο ακουστικό ακόμα λλίο, ώσπου τζαι σήκωσε το μια κοπέλλα.

«Ναι» είπε μου τζαι ένιωσα όσο άσιημα εννα ένιωθα αν εσύκωννα κάποιον που το κρεβάτι η ώρα 2 το πρωί.

«Χαίρεται» λαλώ της. «Ναι» απαντά μου ξανά. «Ήντα κέρατο» λαλώ που μέσα μου «μόνο ναι λαλεί τούτη; Άμπα τζαι έκαμα κανένα λάθος στα κουμπιά;». «Τι είναι εκεί;» συνεχίζω. «Ο δήμος» απάντησε με το ίδιο βαριεστιμένο τζαι άτονο ύφος.

Ο δήμος ακούεις. Ποιος δήμος; Σάννα τζαι ένα δήμο έσιει η Κύπρος. Ας μου ελάλεν «Δήμος τάδε Κύριε μου, μα εν ξέρετε που επιάσετε;» να με προσβάλει πως είμαι αχάπαρος. Να νιώσω όμως ότι κρατά πλάσμα ζωντανον το τηλέφωνον στην άλλη μερκά της γραμμής τζαι όχι υπνοβάτης.

Εν πάσει περιπτώση, εκατάλαβα ότι επροσπαθούσε να μου δώσει όσο πιο λλίη ανταπόκριση εγίνετουν για να διαρκέσει τζαι η συζήτηση μας ακόμα λλιότερο. «Θέλω να κάμω μια καταγγελία. Εν μαζί σας που πρέπει να μιλήσω;»

«Ναι» απάντησε μου ξανά τζαι έχασα κάθε ελπίδα για οποιαδήποτε ουσιώδη συζήτηση. Καλύτερα να έπιαννα κουβέντα με τον αυτόματο τηλεφωνητή, τουλάχιστον μαζί του υπήρχε μια κάποια υποτυπώδης αλληλεπίδραση.

«Έσιει μια οικοδομή δαμέ, τζαι εσιωνόσαν κάτι τάγγια με λάδι μες το δρόμο τζαι πας τα πεζοδρόμια. Έγλιασα πριν, τζαι λλίο έλειψε να σκοτωθώ. Έσιει δημοτικό δαμέ κοντά, νηπιαγωγείο, κυκλοφορούν κοτζιάκαρες, εννα έχουμε ατύχημα αν δεν το καθαρίσει κάποιος σύντομα.»

–          Εντάξει

–          Εντάξει, τι; Εννα στείλετε κάποιον να το καθαρίσει;

–          Ναι

–          Αφου εν σας είπα την οδό.

–          Ποια είναι η οδός;

–          Όδος Τάδε, πίσω που το ταχυδρομείο

–          Εντάξει

–          Έσιετε υπόψην το περιστατικό; Έπιασε σας κανένας άλλος;

–          Όχι

–          Εννα στείλετε κάποιον σήμερα;

–          Μάλλον

–          Ποια είναι η όδος είπαμε πρίν;

–          Τάδε

–          Ευχαριστώ, γειά σας.

–          Γειά σας.

Εκλείσαμε, χωρίς να είμαι βέβαιος αν εσυνεννοηθήκαμε. Ως την επομένη το απόγευμα, ο δρόμος ήταν ακόμα ολόλαδος τζαι εγώ εμάλλωνα με τον υπεύθυνο του εργοταξίου για να το καθαρίσουν.